ξόδεψη

ξόδεψη
η
βλ. εξόδευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξόδεψη — η βλ. ξόδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξόδευση — και ξόδεψη, η [εξοδεύω] κατανάλωση εμπορευμάτων, ξεπούλημα …   Dictionary of Greek

  • ξόδεμα — ξόδεμα, το και ξόδιασμα, το, ατος και ξοδεμός, ο και ξόδεψη, η δαπάνη, διάθεση χρημάτων, σπατάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”